- κρινολίνο
- το(λ. ιταλ.), είδος παλαιού γυναικείου φορέματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρινολίνο — Γυναικείο εσώρουχο ραμμένο από ύφασμα, το οποίο είχε κατασκευαστεί από αλογότριχα (γαλλ. crin = αλογότριχα, απ’ όπου προέκυψε και η ονομασία κ.). Το φορούσαν κάτω από το φόρεμα, για να του προσδίδει φουσκωτή όψη, σε σχήμα καμπάνας. Τα κ.… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek